- σάραξ
- σάραξ (A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.------------------------------------σάραξ (B), =A tinea, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάραξ — (I) ακος, ἡ, Α δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). (II) ακος, ὁ, Α ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ… … Dictionary of Greek
σάρακα — σάραξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρακας — σάραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρακος — σάραξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρακας — ο, ΝΜ το σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάραξ κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… … Dictionary of Greek